ΛΟΥΚΙΑ ΑΛΑΒΑΝΟΥ
«Δεν υπάχει τίποτα ανάμεσα μας»!
Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα μας, τίποτα ανάμεσα σε μας και στην τέχνη που να μην λειτουργει ως πληρεξούσιο για μια πρακτική συμπεριφορά πέρα από τα δεσμά του αυτάρεσκου γούστου και πέρα από την ευαρέσκεια για μια χειραφέτηση από αυτό. Ανάμεσα σ’ αυτό το «τίποτα», στο κενό μεταξύ εικόνας (αντικειμένου) και ματιού (υποκειμένου) δύναται να αναπτυχθεί η δυναμική του εγγενούς νοήματος και μέσα από αυτήν ο πολλαπλασιασμός των επιπέδων περιγραφής του. Αυτό το «τίποτα» ως μηχανισμός της καλλιτεχνικής εμπειρίας γίνεται η συνεκτική δομή της μυθιστορίας του υποκειμένου που η Λουκία Αλαβάνου χρησιμοποιεί για να υπογραμμίσει αφενός την διαδοχή των γεγονότων που το προσδιορίζουν και αφετέρου την εκ των προτέρων αναγκαιότητα τους.
«Τίποτα»: ένα εκκρεμές, δηλαδή, διαδοχής κι ανάγκης. Ο λόγος που πιάνομαι από τον τίτλο ενός έργου της καλλιτέχνιδος είναι γιατί το ίδιο το έργο της στο σύνολο του είναι μια συνεχής προσπάθεια εξισορρόπησης αλλά ταυτόχρονα και διαχωρισμού ανάμεσα στο κενό που δημιουργεί η μορφή (ίχνος, αποτύπωμα) της ταυτότητας του υποκειμένου (παρελθόν) και η εσωτερι-κότητα της δομής του ως βίωμα και κριτήριο αυτής της ταυτότητας (παρόν). Μ’ αυτήν την αρχετυπικά χρονική τοποθέτηση η Αλαβάνου δομεί το καλλιτεχνικό υποκείμενο πάνω στο τεντωμένο σκοινί αφενός της αυτόνομης, γραμμικής αλήθειας της μορφής και αφετέρου στην εσωτερικότητα του υποσυνείδητου δυισμού υποκειμένου/αντικειμένου. Ο Λακάν θέτει αυτήν την ταλάντωση ως το δίλημμα ανάμεσα στο υποκείμενο της δήλωσης και στο υποκείμενο της εκφοράς. Έτσι , ακολουθώντας την λακανική διαλεκτική, προσδιορίζοντας μέσα από αυτήν την εύθραυστη διεργασία την καλλιτεχνική δράση ως προεικόνισμα του καλλιτεχνικού αποτελέσματος το υποκείμενο διαμορφώνει τόσο τις προϋποθέσεις της ίδιας του της τέχνης όσο και το υλικό της πολιτικής του ταυτότητας.
Η εικόνα, όμως, στο έργο της Αλαβάνου δεν είναι η αντιπαραγωγική σχέση ανάμεσα στο σημαίνον (μορφή) και στο σημαινόμενο (περιεχόμενο) μιας λακανικής υποκειμενικότητας που είναι αναπόφευκτη μόνο μέσα από τη διαμεσολάβηση της γλώσσας ή ακόμα μιας ντεριντιανής προσέγγισης του υποκειμένου ως διαφωράς, ως μη ταυτότητας δηλαδή. Μέσα από τις συνεχείς μεταμορφώσεις του το εικονιστικό υλικό του έργου της γίνεται το ίδιο το περιεχόμενο της έμφασης που η ίδια η καλλιτέχνις δίνει στην έννοια του υποκειμένου σε σχέση με τις προθέσεις του. Έτσι η σημασία της καθε μορφής ξεχωριστά που ξεπηδά μ’ έναν χαρακτηριστικά γκροτέσκο κόπο μέσα στο έργο της δεν πυροδοτεί μηχανικά την αυτοαναφορικότητα του υποκειμένου κάθε φορά μέσα σε μια άλλη μορφή σαν σε μια συνεχή, πυροτεχνηματική επέκταση, σαν μια συνεχή αλληλουχία υποκειμένων. Τουναντίον, αντανακλά την έκταση μέσα στην οποία το ίδιο το υποκείμενο απεγνωσμένα διαμορφώνει, αν και πολλές φορές με αποσπασματικό και κάπως αδιέξοδο τρόπο, την αυτόνομη – και γι’ αυτό πολύ συχνά αγχωτικά αυτάρεσκη – σχέση του μ’ αυτό το οποίο κατάφωρα υπονοείται στο έργο της, δηλαδή τον θάνατο ως διαγραφή του υποκειμένου κάτι που η επίμονη χρήση του μοντάζ μας υπενθυμίζει επισταμένως.
Από αυτήν την άποψη το καλλιτεχνικό υποκείμενο που σκιαγραφεί η Αλαβάνουδεν είναι ούτε το αποτέλεσμα μιας συμβολικής επιθυμίας, μια μεταφορά του υποκειμένου σ’ ένα ακόμα σημαίνον, ούτε βέβαια η προγεγραμμένη λειτουργία αυτής της επιθυμίας αλλά η έμμονη σχέση με και, ταυτόχρονα, η πεισματική άρνηση του υποκειμένου αυτού προς την πιθανή διαγραφή/θάνατο του μέσα στο συμβολικό πλαίσιο της επιθυμίας. Με άλλα λόγια το κενό που η εικονοποιϊα της καλλιτέχνιδος αναπαριστά είναι ταυτόχρονα και μια μορφή αγωνίας της συνείδησης του υποκειμένου ή εν τέλει ενός τρόπου συνείδησης του υποκειμένου την οποία προσπαθεί απεγνωσμένα μέσα από την σχέση του με την πιθανότητα της διαγραφής/θανάτου του να νοηματοδοτήσει. Αν η Αλαβάνου χρησιμοποιεί την πραγματικότητα ως μέσο και υλικό της καλλιτεχνικής της δράσης το κάνει για να μαγικοποιήσει εν μέρει την αναγκαιότητα των σχέσεων που αναπτύσσονται εντός της και που διαρκώς υπονομεύουν την συνοχή της. Όμως αυτή η μαγικοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κουρασμένο από τις δεσμεύσεις της πραγματικότητας τίναγμα του υποκειμένου που μετατρέπει την κλινική ερμηνεία σε σύνθεση διαμεσολαβήσεων ανάμεσα στο ίδιο το υποκείμενο και των διάφορων μορφολογικών χαρακτηριστικών που αποτελούν το αντικείμενο του. Η απειλή της διαγραφής/θανάτου δεν είναι τότε τίποτα άλλο από μια επιτακτική άρνηση μιας επιβαλλόμενης διαμεσολάβησης του υποκειμένου από σημαινόμενα στο διηνεκές.
Έτσι ενώ η πραγματικότητα δεν είναι για την καλλιτέχνιδα κάτι το απρόσιτο, μια απομονωμένη διαλεκτική η οποία μεταπλάθεται συνεχώς μέσα από τις επιμέρους προθέσεις μιας υποκειμενικότητας παγιδευμένης στην ακατάπαυστη σειριακότητα του εικονιστικού της υλικού, υποθάλπει παρόλ’ αυτά τη συγκρουσιακή τροχιά στην οποία υπεισέρχεται η σχέση ανάμεσα στην ίδια και στην επιθυμία του υποσύνειδητου. Ορίζοντας τα χωροχρονικά σημεία αλλά και την ειλικρίνεια της οντολογίας του αυτό το υποσυνείδητο υλικό, η έκφραση με άλλα λόγια του καλλιτεχνικού υποκειμένου, διαπραγματεύεται την εσωτερική συμφωνία που προσδιορίζει τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου (μια σχέση την οποία ο Λακάν εξαναγκάζει σε αναπόφευκτο ευνουχισμό στο βωμό του φαντασιακού φαλλού). Βέβαια η καλλιτεχνική πράξη στο έργο της Αλαβάνου δεν περιορίζεται σε μια τέτοια θυσιαστική προετοιμασία-πέρασμα από το σημαίνον σε μια κάπως πιο ανώδυνη φωνο-γλώσσα αλλά διαμορφώνεται σχολαστικά ως τρόπος συμπεριφοράς, συχνά επίκινδυνα επίπονης, που όμως καταφέρνει να αυτονομηθεί από την επιθυμία μιας ψευδαισθησιακής αμεσότητας και από το σταδιακό ξέφτισμα του υποκειμένου που αυτή συνεπάγεται. Μέσα στα πλαίσια αυτής της αυτονομίας το εικονιστικό υλικο της Αλαβάνου λειτουργεί ως μια γενναία κατασκευή που αντιπαραβάλλεται μορφολογικά στη λειτουργία τηςδομής που το περικλείει ασφυκτικά.
Η Αλαβάνου με τον τρόπο της μας υπενθυμίζει ότι μόνο μέσα από μια αντανακλαστική διαδικασία διαμεσολάβησης της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου όπως αυτή λαμβάνει χώρα στο έργο τέχνης είναι δυνατό να επιτευχθούν οι προϋποθέσεις για την αναστοχαστική διατύπωση του περιεχομένου της υποκειμενικότητας και ότι μόνο στο έργο τέχνης και ως μια μορφή ανταπόδοσης στη λειτουργία του συμβολικού μπορεί η παρόρμηση προς κάθε τι δεσμευτικό να γίνει η διαδικασία παραγωγής αυτής της σχέσης ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ο εικονιστικός κόσμος της καλλιτέχνιδος βυθισμένος σ’ αυτήν την σκοπιμότητα της ψυχικής οδύνης δεν αρνείται ούτε την απαρχή της ούτε όμως και τα όρια που η πραγματικότητα της επιβάλλει. Αντανακλά όμως έστω κι έτσι και με μια έκδηλη αγωνία την δική του ευαρέσκεια που ακόμα αντιστέκεται μέσα από την σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, μια σχέση που μετουσιώνεται στην αναπόφευκτη αναζήτηση όχι μόνο της ταυτότητας του καλλιτεχνικού έργου αλλά και του ίδιου του καλλιτεχνικού υποκειμένου που το παράγει καθώς αγωνίζεται να υπερβεί τις πάμπολες συμπληγάδες μιας ατέρμονης προσπάθειας για να αποσβηθεί το νόημα που αυτό εμπεριέχει.
Αντώνης Μπογαδάκης
Στοκχόλμη, Αύγουστος 2011